- λίσσωμα
- λίσσωμα, τό (Α) [λισσώ]η κορυφή, το σημείο τού κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίσσωμα — smoothness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσωμ' — λίσσωμαι , λίσσομαι beg pres subj mp 1st sg λίσσωμα , λίσσωμα smoothness neut nom/voc/acc sg λίσσωμι , λίζω graze aor subj act 1st sg (epic) λίσσωμαι , λίζω graze aor subj mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσωσις — λίσσωσις, ἡ (Α) [λισσώ] το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή τού κεφαλιού προς τα κάτω … Dictionary of Greek